- στούμπωμα
- τό1) набивание (чего-л.), напихивание (во что-л.); 2) засорение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στούμπωμα — το, Ν [στουμπώνω] 1. κλείσιμο ανοίγματος με στούμπο, με κόπανο 2. τοποθέτηση βουλώματος σε κάτι, στούπωμα 3. πλήρωση τού στομάχου με υπερβολική δόση τροφής … Dictionary of Greek
στούμπωση — η, Ν [στουμπώνω] το στούμπωμα … Dictionary of Greek
φίμωση — η 1. το κλείσιμο του στόματος, το να φιμώσει κανείς κάτι, βούλωμα, στούμπωμα. 2. επιβολή σιγής, σίγηση, κατάπνιξη φωνής: Η φίμωση του τύπου. 3. (ιατρ.), στένωση της πόσθης του πέους, ώστε να εμποδίζεται η αποκάλυψη της βαλάνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)